Η αρχή είναι το ίμισι του πάντος

2020-05-30 22:40:14 +0200 +0200

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

18/11/1922-28/5/1989

Η αρχή είναι το ίμισι του πάντος .Αυτό τουλάχιστον λέγανε οι παλιώτεροί μας και πρέπει να είχαν απόλυτο δίκιο. Έτσι κι’εγώ χρόνια έλεγα να γράψω κάτι για να μίνει για τα παιδιά και τα εγγόνια μας.

Θα έκανα όμως αμέσως από την αρχή μία διευκρίνιση και μία εξίγιση - Επιδή από το δημοτικό σχολείο ακόμη δεν πολυαγαπούσα τη γραμματική, θα βρεί όποιος τα διαβάσει αυτά που γράφω, πολά λάθη και ανορθογραφίες. Εκτός αυτό, έζησα και έξω από την Ελλάδα τριάντα ολόκληρα χρώνια και κάτι, γι’αυτό ζειτάω να μην με κρίνετε πολύ αυστηρά.

Το ότι γράφω κάτι σαν αυτό που άρχισα σήμερα, δοκίμασα άλλη μιά φωρά πριν εφτά η οχτώ χρόνια. Δυστυχός η ευτηχός όμως χάθηκε με τις μετακομίσεις μας και έτσι πάλι από την αρχή.

Τον Οχτώβρι του 1988, όταν ήταν η Τασούλα στο νοσοκομείο στην Αθήνα, μια μέρα στο λιμάνι που έχω την βάρκα και που εγώ με πολύ αγάπη την έχω ονομάσει “Τασούλα”, κάποιος άνοιξε μιά συζήτειση σχετικά με το ποιός και γιατί ονομάζει τή βάρκα του με κάποιο όνομα. Εγώ, λέγοντας τη γνώμη μου σε αυτό το θέμα, δεν ξέρω αν έπισα τους άλους. Αυτό όμως δεν έχει και τόση σημασία. Θα ήταν φυσικά και πολύ δύσκολο να το καταλάβουν γιατί εμείς με την Τασούλα γνωριστίκαμε και αργότερα παντρευτίκαμε κάτω απο τέτειες συνθήκες που είναι δύσκολο να τις καταλάβει ο καθένας. Γιατί και μόνο οι συνθήκες που γνωριστήκαμε θα μπορούσαν να είναι ένα κατάληλο υλυκό για ένα πολύ μεγάλο μυθηστόρημα.

Θα ρωτούσε κανείς γιατί ξεκείνησα έτσι το γράψιμό μου, και απαντάω - αυτά όλα που γράφω τα αφιερώνο στην οικογένεια μου και πρώτο λόγο φυσικά στην Τασούλα που εδώ και σαράντα ολόκληρα χρόνια μαζύ περνάμε όλες τις καλές και δύσκολες ημέρες της ζωής μας.

Βρισκόμαστε στο Dhahran της Σ.Αραβίας απο την 1/12 1988 κοντά στην οικογένεια της Λέλας. Περνάμε πάρα πολύ καλά, όμως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ήρθαμε, ήταν τόσο δυσάρεστες που όπως θα δήτε παρακάτω, δεν θα ήθελα να τις περάσει ούτε ο εχθρός μου.

Όπιος διάβασε η είδε σε κανένα φιλμ τη μικροασιατική καταστροφή και εξόντοση των ελλήνων στη Σμύρνη και τις άλες ελληνικές παροικείες, μπορεί να σχηματίσει μιά εικόνα σε τι περίοδο γενήθηκα. Ακριβός λοιπόν τις μέρες που οι Τούρκοι ξερίζωσαν τους Έλληνες από την Σμύρνη, γενίθικα εγώ στο πιο όμορφο σημέιο της Σμύρνης το περιβόητο Κορδελιό.

Το πώς κατώρθοσαν οι γονείς μου να μπούνε σε κάποιο καράβι και να φτάσουν με τέσσερα παιδιά (την Στάσσα, το Γιώργο, το Λευτέρι) στον Πειραιά είναι και αυτό απο μόνο του ένα θέμα για μηθυστόρημα από την πραγματικότητα που δυστυχός δεν ξέρω να τα περιγράψω.

Ξέρω όμως με σιγουριά, ότι οι γονέις μου στη Σμύρνη (Κορδελιό και αλλού) ήταν σε πολύ καλή οικονομική καί κοινονική κατάσταση, γιατί όλοι από το σόι τού πατέρα μου δούλεψαν στο σιδηρόδρομο που ήταν Γαλλική εταιρία, και συγκεκριμένα ο πατέρας μου ήταν στα δεκαέξη του τηλεγραφιτής και μετά σταθμάρχης.

Του πατέρα μου το σόι κρατάει κάπου από την Κρήτη - Λασίθη, απο τις οικογένειες Κυργιαζέλη και Βλαχάκη.

Η Μητέρα μου, η καταγωγή της ήταν από την ‘Ανδρο από την οικογένεια Λάβδα και σήμερα υπάρχει αυτό το όνομα στο νησί, μα καί στην Αθήνα.

Όταν φτάσαμε στον Πειραιά, εγώ στα γενοφάσικα, γιατί γενίθηκα κυριολεχτικά στο δρόμο τους προς την Ελλάδα, ύστερα από περιπέτειες ο πατέρας μου διορίστικε σταθμάρχης στον ΣΕΚ (Σιδηρ.Ελλ.Κράτους) σημερινό ΟΣΕ. Το ίδιο και ο αδελφός του Αντώνης μηχανοδηγός κλπ.

Απ’ότι ξέρω, πριν φύγει η οικογένεια για τη Σκήδρα, όπου έστειλαν σαν σταθμάρχη τον πατέρα μου, πρόλαβαν και με βάφτισαν στην Αθήνα και συγγεκριμένα κ’άπου στην οδό Πατησίων, περίπου στην στάση Λεβίδι.

Σταθμάρχης του ΣΕΚ έμεινε ο πατέρας μου μέχρι το 1924 οπότε τον ζήτησε η εταιρία Μαράτου και τον έβαλε στη θέση του διευθυντή των τοπικών σιδηροδρόμων Μακεδονίας - το πασίγνωστο τραίνο της Καράτζοβας.

Εκεί η οικογένειά μας ζούσε μιά ζωή παραμηθένεια. Είχε όλο το επάνο μέρος του σταθμού σαν κατοικία και πίσω από το σταθμό μπαξέδες και δενδροφυτείες. Ο δέ μισθός του πατέρα μου τότε ήταν κάτι το φανταστικό - έξι χιλιάδες το μήνα, κάτι που θα ζήλεβαν ακόμη και υπουργοί. Ζούσαμε πλουσιοπάροχα και από αυτά που θυμάμε είχαμε τρείς υπηρέτριες και έναν περιβολάρι. Στην περίοδο αυτή ακριβός και σε αυτό το περιβάλον γενήθηκαν και τα δύο επόμενα αδέλφια, ο Αλέκος και Θόδωρος. Και έτσι γίναμε έξι.

Απάνο όμως στην μεγαλύτερη ευτυχεία που περνούσαμε, ήρθε η καταστροφή. Έκλεισε η εταρία του τοπικού σιδηρόδρομου και έτσι ο κ. Παναγιώτης Ιωάννου, ο αξιοζήλευτος έμεινε άνεργος και όπως λένε στούς πέντε δρόμους. Έτσι αναγγάστηκαν οι γονείς μας και μετακομίσαμε πάλη στην Αθήνα. Η κατάσταση όμως ήταν τρομερή. Ήταν τότε ακριβός η περίοδος της παγγόσμιας οικονομικής κρίσης της περιόδου 1929-32 και στην Ελλάδα η κατάσταση ήταν τρομερή.

Την μετακόμιση από τη Σκήδρα στην Αθήνα την κάναμε με δανικά από τον θείο Δημητρό Κοντογιάννη, και να πάρουμε ένα ψωμί δεν είχαμε.

Έτσι λοιπόν αναγγάστικε να πάει να δουλέψει η μητέρα μας, η Στάσσα και ο Γιώργος στον Πειραιά, όπου και πήγενε και στο νυχτερινό σχολείο. Και το δράμα ήταν, ότι μέναμε στην Ν. Ερυθραία Αττικής, που σήμενε ότι ο Γιώργος έκανε 60 χιλμ. την ημέρα με το ποδήλατο και η Στάσσα με λεοφωρείο να μπορούν να φέρουν καμιά δεκάρα στο σπίτι. Κατάσταση τρομερή. Λέγαμε το ψωμί-ψωμάκι. Θυμάμε πως πάρα πολές φορές η φουκαριάρα η μητέρα μας αναγγάστικε να αγοράσει πίτουρα και με ελάχιστο αλεύρι μέσα, έκανε κάτι που μόνο λεγόταν ψωμί.

Όσπου κάποια ημέρα, ύστερα από πάρα πολές προσπάθειες του θείου Δημητρού του Κοντογιάννη, κατόρθωσε να πιάσει δουλειά ο πατέρας μας στην Εταιρία Εκάλης στο ηλεκτρικό εργοστάσιο της εταιρίας σαν βοηθός. Υποβιβασμός τρομερός, αλλά τι να έκανε. Εξασφάλισε έτσι ένα ψευτομισθό 1500 δρχ και έτσι επιδή ο πατέρας μας έπρεπε να μένει στο εργοστάσιο το οποίο δούλευε μόνο νύχτα και επιδή όλοι οι άλοι έπρεπε να δουλέψουμε και να πάμε στο νηχτερινό σχολείο, ξεκουβαλίσαμε τελικά πάλι στον Πειραιά και συγγεκριμένα στην Αγ. Σοφία στην οδό Αγ. Σοφίας.

Για να καταλάβετε πως ζούσαμε τότε, θα σας πώ αυτά - το σπίτι που μέναμε ήταν το μισό μέσα στη γή. Η βασικότερη τροφή μας, ήταν το ψωμί.Γι’αυτό στη γωνεία της οδού Αγ. Σοφίας και Αρτεμισίου που ήταν ο φούρνος μας δίνανε ψωμί βερεσέ και πληρώναμε το Σάββατο. Το ψωμί ήταν 8 ψωμιά την ημέρα, γι’αυτό και ο φούρναρης έγραψε στο τευτέρι της πίστωσης “τα οχτώ ψωμιά”. Οχτό ψωμιά είναι σχεδόν 10 κιλά και αυτά ήταν για την μητέρα μας που η καημένη έτρογε ελάχιστα καί μόνο στο ζουμί της φασουλάδας βουτούσε το λίγο ψωμί, που έμενε για εκείνη, για τον Γιώργο, για τον Λευτέρι, εμένα, τον Αλέκο, που ήταν περίπου 5 χρονών και τον Θόδωρο που ήταν περίπου 3 χρονών.

Η Στάσσα από τον καιρό που μέναμε στην Ν.Ερυθραία έφυγε από το σπίτι, γιατί δεν άντεχε την δυστυχεία και την καταπίεση του πατέρα μας και του Γιώργου.

Έτσι εγώ δούλευα πότε στο ένα, πότε στο άλλο μηχανουργείο η συνεργείο που ήταν κοντά και το βράδι πήγενα στον Πειραικό Σύνδεσμο-νυχτερινό δημοτικό κοντά στο Δ. Θέατρο του Πειραιά και μετά στο ίδιο στη σχολή μηχανικών.

Ο πατέρασ μας ερχόταν στο σπίτι το Σάββατο το μεσημέρι και έφευγε την Κυριακή το απόγευμα.Και επιδή ανέβηκε ο μισθός του λίγο, πήγαμε και σε καλήτερο σπίτι στην οδό Μακεδονίας στα Ταμπούρλα.

Όλα δείχνανε πως θα πάνε καλύτερα. Ήρθε και η Στάσσα με τον άνδρα της τόν Γιώργο Βιτσώρι στο σπίτι να μας δουν και θ’άλεγε κανείς, πάει τώρα, έφυγε το κακό.

‘Οσπου στις αρχές του Οχτώβρη του 1934 άξαφνα αρώστησε η μητέρα μας - εγγεφαλική συμφώριση. Την πίγαμε αμέσως στο νοσοκομείο, έμεινε λίγες μέρες, απο εκεί στο σπίτι και μετά στην Εκάλη.

Και η μεγαλύτερη ηρωνία είναι ότι αυτές ακριβός τις ημέρες ανέβηκε ο μισθός του πατέρα μου σε περισότερο απο δυπλά και πήρε και τη θέση του υπεύθηνου στο εργοστάσιο που διέθετε και ένα σχετικά μεγάλο και καλό δωμάτιο σαν κρεββατοκάμαρα, γ’αυτό και πήγαμε εκεί την μητέρα μας. Δυστυχώς όμως δεν γλύτωσε. Γύρο στα τριανταπέντετης στις 30/10/1934 πέθανε.

Αυτό ήταν και η αρχή του τέλους της οικογένειας μας.Μετά το θάνατο της μητέρας μας ήρθε η γιαγιά μας - μητέρα του πατέρα μας καί μέναμε μαζύ στον Πειραιά. Όχι όμως για πολύ καιρό. Εκείνη, επιδή δεν της πολυάρεσε να δουλέυει μέσα στο σπίτι, ήταν και χοντρή και βαριά, η πρώτη της φροντίδα ήταν πως να ξαναπαντρέψει τον πατέρα μας. Έτσι γρήγορα κατώρθοσε και πήγε με τους δύο μικρούς - Αλέκο και Θόδωρο στη Εκάλη.

Εμείς οι τρείς, Γιώργος, Λευτέρης κι’εγώ μέναμε μόνοι μας στον Πειραιά, με “επικεφαλής” τον Γιώργο σαν μεγαλύτερο. Ο πατέρας μας που τώρα πιά θα μπορούσε να μας βοηθήσει, μας άφισε στην τύχη μας όσπου το 1937 κατώρθοσε η γιαγιά μας και τον πάντρεψε.

Εμείς μείναμε στον Πειραιά, όπως είπα,καί ζούσαμε από αυτά που κερδίζαμε από την δουλιά μας.Ο Γώργος έβγαζε πολά περισώτερα από εμάς καί θα μπορούσε να βοηθήσει, αλλά επιδή από την φύση του ήταν τέτοιος, φρόντιζε τον εαυτό του καί για εμάς - ιδιαίτερα εμένα εκείνο που έδινε χωρίς τσιγγουνιά, ήταν το ξύλο. Θυμάμε ακόμη από τότε που μέναμε με την γιαγιά μας, ο Λευτέρης επιδή δεν είχε και πολές αγάπες με τη δουλειά και για να τα έχει καλά με τη γιαγιά, του έδινε λευτά, της αγόραζε εφιμερίδα καί της διάβαζε ένα μηθηστόρημα σε συνέχειες και έτσι ήταν ο καλός. Και σε βάρος μου έλεγε ότι το χειρώτερο.

Έτσι έγινε πιά συνήθεια κάθε βράδι μετά τα μεσάνυχτα όταν γύρυζε ο Γιώργος στο σπίτι τον έβαζε η γιαγιά καί με άρχιζε στο ξύλο. Καί ο τρόπος ήταν ο παρακάτο - Όπως κοιμώμουν με το Λευτέρι σε ένα κρεβάτι, εγώ από μέσα προς τον τοίχο, με έπιανε ο Γιώργος από το αυτί και εγώ ήταν φυσικό να τρομάξω και να πεταχτώ. Τότε άρχιζε και ο Λευτέρης και η γιαγιά με κανένα πλάστη η κανένα τσόκαρο και με κάνανε μαύρο στο ξύλο.

Στη γειτονιά κανένα παιδί δεν τα έβγαζε πέρα στη δύναμη μαζύ μου κι’εγώ κάθε πρωί βγένοντας από το σπίτι για τη δουλειά καί από εκεί στο σχολείο, ήμουν γεμάτως σημάδια από το ξύλο που μου δείνανε. Δεν λέω ότι ήμουν ο άγιος της γειτονιάς. Αντίθετα, ήμουν ο διάολος της γειτονιάς. Αλά καί να με δέρνουν έτσι άδικα τρείς την ώρα που κοιμώμουν ήταν απάνθρωπο. Έτσι κι’εγώ κάποια μέρα πήγα στην Εκάλη από τον Πειραιά με τα πόδια (30 χλμ) για να παραπονεθώ στον πατέρα μου. Εκείνος, θα νόμιζε κανείς, πως με βόηθησε. Αντίθετα. Αφού με ξυλοφώρτοσε πιό απάνθρωπα ακόμα (και ευτυχός που βρέθηκε εκεί ο βοηθός του ο Ανδρέας Ανδρεαδάκης καί γλύτωσα), με έστειλε πίσω πάλι με τα πόδια καί νηστικό στον Πειραιά.

Έτσι λοιπόν αυτή η “συνήθεια” έμεινε καί για το παραμικρό την πλήρωνα πάντα εγώ. Όσπου κάποια μέρα έφυγε ταξίδι ο Γιώργος καί μετά ήρθε η στρατιωτική του θυτεία καί γλύτωσα.

Δούλευα στον Πειραιά καί έμενα τον περισώτερο καιρό στην Κοκκινιά. Ο Λευτέρης είχε μπλέξει με την Τούλα, τη γυναίκα-αστεφάνωτη του Γιώργου και ερχόταν καί με έβρισκε στην Κοκινιά η όπου δούλεβα, για να πάρει ότι μπορεί από εμένα…….

Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες καί μετά την κατάλιψη της Πολωνίας, Αυστρίας, Τσεχοσλοβακίας καί άλων ευρωπαικών χορών ήρθε η ώρα καί της Ελλάδας. Από το 1936 στην Ελλάδα είχαμε την δικτατορία του Μεταξά. Και επιδή όλο το σύστημα στην Ελλάδα ήταν καθαρά φασιστικό θα περίμενε κανείς να συνεργαστεί η Ελλάδα με τα άλλα φασιστικά καθεστώτα και στον πόλεμο, μιά και μέχρι την κύρυξη του πολέμου ενάντια στην Ελλάδα, η συνεργασία με τα άλλα όμοια καθεστώτα ήταν ανοιχτή καί πολύ φιλική.

Δέν θα προσπαθήσω να αναλήσω εδώ την όλη διεθνή κατάσταση τότε. Θα περιοριστό μόνο στο ότι η Ελλάδα κάτω από διάφορες συγγυρίες, όταν η Ιταλία μας κύρυξε τον πόλεμο το 1940 - 28/10, αντιστάθηκε καί πολέμησε πολύ γεναία, πράγμα που έκανε όλον τον κόσμο, Ευρώπη καί αλλού, να τη θαυμάση.

Από το 1936 που κυρύχθηκε η δικτατορία στην Ελλάδα στις 4 Αυγούστου, κατά πρώτο λόγο ποιάστηκαν και κλείστικαν στις φυλακές οι κομουνιστές καί άλλοι δημοκρατικοί καί συνδηκαλιστικοί παράγοντες καί απλοί πολίτες. Έφτανε τότε να σε “καρφώσει” κάποιος ‘οτι έχεις κομουνιστικές αντιλίψεις καί πίγενες σίγουρα φυλακή η εξορία σε κάποιο ξερονήσι.

Ο αδελφός μου ο Γιώργος δοκίμασε την “φιλοξενία” της δικτατορίας 6 μήνες στις φυλακές Αβέρωφ καί σώθηκε μόνο ύστερα από γερό λάδωμα του αυλάρχη του βασιλειά. Η παρέα του Γιώργου, του Λευτέρη, που ήταν μεγαλύτεροι από εμένα, καί η δικιά μου - παρ’όλου πού ήμουν πολύ νέος - ήταν όλοι άνθρωποι πρωοδευτικοί, αν όχι κομουνιστές.

Μόλις κυρύχτηκε ο πόλεμος με την Ιταλία, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης, έστιλε ένα ανοιχτό γράμμα μέσω του τύπου καί καλούσε τον κόσμο να θεορήσει αυτό το πόλεμο απελευθερωτικό καί να παλέψει για μιά καινούργια Ελλάδα.

Παρ’όλα αυτά η δικτακτορία του Μεταξά δεν άφισε από τις φυλακές κανέναν κομμουνιστή για να πάει στο μέτωπο αλλά αντίθετα εφάρμοσε τα πιό αυστηρά μέτρα για την φίλαξη τους καί τους παρέδωσε μετά την κατάληψι της Ελλάδας στούς κατακτητές.

Εγώ δεν ήμουν τότε μέλος τού ΚΚΕ. Ούτε ήμουν ποτέ μπερδεμένος με την νεολαία του Μεταξά την ΕΟΝ. Ήμουν όμως πάντα σε κάποια επαφή με τους γνωστούς καί φίλους από τον κύκλο του ΚΚΕ καί γενικότερα της αριστεράς. Καί με βάση αυτό το προσανατολισμό μου, πήγα κι’εγώ καί ζήτησα, στα 18 μου χρόνια, στην Αθήνα να με δεχτούν εθελοντή στο στρατό.

‘Ηταν επόμενο, αφού εξέτασαν, να με διώξουν κακίου κακώς.

Τό πνεύμα τότε που κυριαρχούσε μέσσα στον κόσμο ήταν αντιφασιστικό καί όποιος είδε πώς στην Ελλάδα ήρθαν μόνο ελάχιστοι Εγγλέζοι - θα έλεγε κανείς τουρίστες - καταλάβενε πως πρέπει μόνοι μας να παλέψουμε τους κατακτητές. Τότε μαθεύτηκε πως, όπου μπαίνουν γερμανοί, πέρναν σε καταναγγαστικά έργα στη Γερμανία όλους τους νέους.

Έτσι λοιπόν μόλις πλησίασαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, έψαξα καί βρήκα ένα βαπόρι(της κακιάς ώρας) στον Πειραιά. Ήταν 3,5 χιλ. τόνοι, το έλεγαν Αικατερήνη καί ήταν τσιμεντάδικο που έφευγε για την Κρήτη καί απάνω ήταν άγνωστο πόσες χιλιάδες κόσμος που στην πληοψηφία τους ήταν στρατιώτες κρητικοί απο νοσοκομεία καί από το μέτωπο πολίτες, γυναικόπαιδα κλπ.

Ξεκινήσαμε απο του Καραίσκάκι στον Πειραιά περίπου στις 2 μετά τα μεσάνυχτα και το πρωί στις 8 μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα.

Δεν πολυπιστεύαμε ότι αυτό το σαράβαλο θα μας πήγενε στην Κρήτη.

Τα ξημερώματα αράξαμε στην Ερμιόνη, δηλαδή καμιά σαρανταριά μίλια από τον Πειραιά. Όλη την ημέρα μας έριξαν οι Γερμανοί αρκετές βόμβες, αλλά χωρίς επυτηχία. Το βράδι ξαναμπήκαμε στο βαπόρι και το πρωί βρεθήκαμε ακίνητοι ανάμεσδα στην Ύδρα και τις Σπέτσες. Εκεί γίναμε εύκολη για τους γερμανούς που από τις 7 το πρωί άρχισαν το βομβαρδισμό όμως από πολύ ψυλά και με επιφύλαξη γιατί φένετε μας νόμιζαν σαν πλοίο- παγίδα. Αυτό τότε γινόταν ταχτικά. Στις 9.10 όμως μας βούλιαξαν. Καί λέω συγγεκριμένα την ώρα γιατί σταμάτησε το ρωλοί μου. Έτσι άρχισε ο αγώνας για να σωθεί όποιος μπορούσε.

Εκτός τα αεροπλάνα που μας πυροβολούσαν επί ώρες μέσσα στο νερό καί κάτι σκηλόψαρα που παρουσιάστηκαν, ήταν και το κακό, ότι ήταν λίγοι αυτοί που είχαν σωσήβεια. Εγώ βρήκα ένα, αλλά το άφησα αμέσως γιατί έτσι γινόμουν καλύτερος στόχος.

Έτσι λοιπόν θημήθηκα τα παιδικά μου χρόνια καί μαζύ με κάποιον παλιό γνοστό καί συνομήλικο που βρεθήκαμε στο βαπόρι, τον Γεράσιμο, πιάσαμε ένα μεγάλο μαδέρι, που τέτοια ήταν πολά στην επιφάνια και γαντζοθήκαμε ένας εμπρός και ο άλος πίσω και προσπαθούσαμε έτσι να κρατηθούμε απάνο στο νερό, αλλά κάναμε και κάτι άλο - μώλις φενόταν τα αεροπλάνα πέρναμε βαθειά αναπνοή και χανόμασταν κάτω απο το μαδέρι. Από τους πολούς πολυβολισμούς κάποιες σφέρες - αν θυμάμε καλά 4-5 - χτύπισαν και το μαδέρι μας. Ευτηχώς εμείς δεν πάθαμε τίποτα. Και έτσι το βράδι στις 7 η ώρα φτάσαμε μιά ομάδα, 14 αγόρια στην ηλικία μου περίπου και μία κοπέλα - κάποια Μαρία, στη στεριά στις Σπέτσες, καταταλεποριμέμοι, αλά ευτηχείς , γιατί ήμασταν και όλοι όσοι γλύτωσαν από αυτή την τραγωδία με το βαπόρι.

Την κοπέλα την άρπαξαν κάτι γυναίκες από το νησί, την τύλιξαν με κάτι σαν κουβέρτα η σεντόνι, αυτή λυποθήμισαι και εμείς βγήκαμε από την θάλασσα και ο κόσμος μας κοίταζε με περιέργια και ροτούσε χωρίς καμία απολύτως συμετοχή και διάθεση να μας βοηθήσουν με ότιδίποτε.

Επιδή στις Σπέτσες είχα ξαναπαέι, προσανατολίστηκα και πήρα και τους άλους και μπήκαμε σε ένα παραλιακό μαγηρείο που ήταν δύπλα στο λιμενικό φυλάκιο. Από τους 14 ήμουν ο μόνος που είχα λεφτά- είχα 3 500 δραχμές που είχαν ακόμη την προπολεμική τους αξία.

Ζήτησα λοιπόν από τον ταβερνιάρι να μας ζεστάνη ένα ντέντζερε νερό και να μας δώσει ένα μπουκάλι κονιάκ. Στην αρχή δεν μας έδινε τίποτα. Χριάστικε να του δώσω προκαταβολικά 500 δρχ κι’έτσι μας έδοσε το ζεστό νερό, κονιάκ, ζάχαρι και τα κάναμε ένα ποτό για να ζεσταθούμε, γιατί μέσα στην θάλασσα δεν είναι καθόλου διασκεδαστικά και ιδιαίτερα κάτω απ’αυτές συνθήκες. Μετά μας φανέρωσε ότι έχει ένα τσουκάλι με χταπόδι με πατάτες, μας έδωσε και ψωμί και έτσι φάγαμε και συνήλθαμε κάπως. Εντομεταξύ μάθαμε ότι μπορούμε να κοιμηθούμε στο σχολείο απάνο στα θρανεία. Έτσι και έγινε.

Θα ροτούσε κανείς - Καί το κράτος τί έκανε? Η απάντηση πολύ μικρή καί σύντομη - Πιό κράτος? Αυτό αντίθετα ανέχτηκε, όπως αποδίχτηκε, καί άφισε όλους τους πλοιοκτήτες να φύγουν καί να ακοινητοποιήσουν τα σκάφοι τους. Υπήρχαν τότε στις Σπέτσες αρκετά καί καλά καίκια που θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε πολά. Εκείνοι όμως, τα ανθρωπάκια αυτά, γιατί για εμένα δεν έχουν το δικαίωμα να λέγονται άνθρωποι, ζητούσαν από όποιον ήθελε να πάει στην Κρήτη 3000 δρχ το άτομο! Και να σκεφτεί κανείς τώρα τη θέση του κόσμου που ήταν στο νησί. Ήταν γεμάτο κρητικοί καί αρκετοί εγγλέζοι. Άνθρωποι δηλαδή που σαν τόπο σωτηρίας βλέπανε την Κρήτη. Εκεί άλοστε συγγεντρώνονταν το κάθε τι που απόμεινε από το Ελληνικό κράτος καί σημαχική βοήθεια.

Είναι πια τρίτη ημέρα της περιπέτειας από τον Πειραιά για την Κρήτη. Μεσημέρι και ήρθε και με ξύπνισε ο Γεράσιμως που αναφέρω πιό πάνω. Καί μου λέει - Εσύ λεφτά έχεις.Εδώ ζητάνε τρείς χιλιάδες το άτομο για να σε πάνε στην Κρήτη. Τα καίκια τους τα είχαν στα νοτιοδυτικά του νησιού κρυμένα καί ακηνητοποιημένα. Εδώ οι στρατιότες κρητικοί και άλοι είναι αποφασισμένοι να πάρουν με το ζόρι κανένα από αυτά καί να πάνε στην Κρήτη. Όμως κανένας τους δεν ξέρει από θάλασσα. Καί ψάχνουν να βρούν κάποιον να αναλάβει αυτή τη δουλειά καί αυτοί θα τον βοηθήσουν καί θα τον προστατέψουν από τους Σπετσιώτες. Τί λές? Αναλαβένεις?

Ο Γεράσιμος ήξερε ότι είμαι μηχανικός καί καλός θαλασινός. Κι’εγώ σε καμιά περίπτωση δεν θα άφινα την παρέα μου αυτή που δημιουργήθηκε μέσσα σε τέτοια περιπέτεια καί κύνδυνο καί γι’αυτό τού ζήτησα καί με πήγε σε κάποιον ανθυπολοχαγό που γνώρισε στις Σπέτσες όσο εγώ κοιμώμουν καί που ήταν κάπως σαν επικεφαλής. Καί να σκεφτή κανείς πώς εκεί ήταν καί άλοι αξιωματικοί, ανώτεροι καί κατώτερη από αυτόν, αλλά όμως κανένας δεν αποφάσιζε κάτι τέτοιο.

Έτσι ξεκινήσαμε και πήγαμε σε ένα λιμανάκι απέναντι ακριβώς από το Ναύπλιο καί που, αν δεν κάνω λάθος, το λέγανε Γεωργιάδα η κάπως έτσι. Ήταν εκεί περισώτερα από δέκα καίκια μικρότερα, αλλά καί μεγάλα, πάνω από 200 τόνους.

Φτάσαμε εκεί απόγευμα καί όσπου να βρούμε βάρκα καί να ερευνίσουμε τα καίκια, νύχτοσε. Το πρωί άρχησα τις προσπάθειες καί μέχρι το βράδυ ετοίμασα το μεγαλήτερο απ’ αυτά. Ήταν καί αυτό με σαμποταρισμένη μηχανή. Μαζέψαμε από τα άλλα πετρέλαιο καί τώρα παρουσιάστικε καινούργιο πρόβλημα. Πώς καί που θα μπεί όλος ο κόσμως πού μαζεύτηκε εκεί. Καί σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εκεί ήταν καί ένα καίκι κάπου 80 αυστραλοί, εγγλέζοι καί κάπου 20 γάλοι. Αυτοί μόλις ήδαν το δικό μας έτοιμο, απέτησαν να κάνω και τη δική τους μηχανή καί να πάω με αυτούς. Για να μην τα πολυλογώ, χάρις την ψυχραιμία που δίξαμε, αποφεύχθηκε η ένοπλη σύγγρουση και έτσι πήραμε στο καίκι μας σαν πρώτους και καλύτερους τους εγγλέζους. Τέλος, λύσαμε και το πρόβλημα της επιβίβασης και το τρίτο πιά βράδυ ξεκινήσαμε. Τώρα ίσως με ρωτήσετε πόσοι ήμασταν μέσσα στο καίκι. Έ λοιπόν εγώ διστάζω να πώ αριθμό ακριβώς. Ξέρω συγγεκριμένα για εμάς τους 15 που γλυτώσαμε, για τους 100 Αγγλογάλους καί για 400 καί κάτι κρητηκούς στρατιώτες. Ήταν και ένα σωρό γυναικόπαιδα καί τον ακριβή αριθμό δεν τον ξέρω. Ξέρω μόνο πώς τα αμπάρια, οι κουβέρτες, παντού ήταν ο ένας απάνω στον άλλο. Ακόμη και στα ξάρτια ήταν σκαρφαλομένοι άνθρωποι. Αυτό που γινόταν εκείνες τις μέρες με αυτό το καίκι, δε πρέπει να έχει προηγούμενο. Καί θα σας πώ ένα χαρακτηριστικό -

Σαν βοηούς μου κάπως εκπέδευσα τα παιδιά που σωθήκαμε κολυμπόντας. Τους έμαθα π.χ. πως να σαλπάρουν η να φουντάρουν την άγγυρα. Και αυτοί ήταν μπροστά στο βίντζι και δεν μπορούσαν να το δουλέψουν γιατί θα χτυπούσαν κανέναν. Έτσι όταν χριάστηκε να πάω μπρός για να ταχτοποιήσω με το καλό η κακό το ζήτημα, πατούσα κυριολεκτικά απάνω στα σώματα του κόσμου.

Τέλος ξεκοινίσαμε. Και εκείνη την ώρα που βγέναμε από το λιμανάκι καί εγώ κατέβηκα στη μηχανή μιά στιγμή να ανεβάσω ταχύτητα, μώλις ξαναβγήκα επάνω να πιάσω το τιμόνι, βλέπω εκεί δύο στρατιώτες καί ο ένας μου λέει - Άκου παλικάρι μου, εγώ και ο αδελφός μου είμαστε σφουγγαράδες από την Κάλυμνο καί τη θάλασσα στη Μεσσόγειο την ξέρουμε και στην επιφάνεια αλλά και στό βυθό, όμως τέτοιο κουράγιο να ξεκινήσουμε με τόσο κόσμο τέτοιο ταξίδι δεν θα το είχαμε ποτέ, γι’αυτό, θέλουμε να σε βοηθήσουμε για να φτάσει το καίκι στην Κρήτη καί από αυτή τη στιγμή πές μας να κάνουμε ότι χριάζετε.

Εγώ απο την χαρά μου δεν ξέρω η δεν θυμάμε τί έκανα εκείνη την ώρα. Ευχαρίστησα τον Παναγιώτη καί τον Μιχάλη από την Κάλυμνο και τους ζήτησα να αναλάβουν το τιμόνι - Έτσι και έγινε. Και με βόηθησαν πολύ περισώτερο απ’ότι θα μπορούσα να φανταστώ.

Ύστερα από 3-4 σταθμούς, Μονεμβασία, Ελαφονίσι, Κύθηρα, Αντικύθηρα, φτάσαμε στο Καστέλι της Κρήτης.

Μώλις αράξαμε και άρχησε ο κόσμως με κάθε τρόπο και μέσο να βγένει έξω. Ήρθε τότε μιά βενζινάκατος από το εκεί λιμεναρχείο και ζήτησε τον καπετάνιο. Χωρίς πολές κουβέντες με πήγαν στο λιμεναρχείο και μου ανακοίνωσαν πως θα φύγω αμέσως για την Πελοπόνησο να φέρω και άλους που περιμένουν.

Τους είπα πως δεν έχω καμία αντήριση, αρκεί να μου δώσουν πλήρωμα. Σε καμία περίπτωση δεν μπόρεσα να τους πείσω ότι δεν έχω πλήρωμα και μάλιστα τους πρώτινα να έρθουν αυτοί μαζύ μου. Θύμωσαν και άρχησαν να απειλούν και απάνω ακριβός στον καυγά ήρθαν τα γερμανικά αεροπλάνα και βούλιαξαν το καίκι.

Έτσι έκλησε η περιπέτεια από τον Πειραιά στηνη Κρήτη. Τέλος, όλα πήγαν σχεδόν καλά, το μόνο που εγώ μαζύ με το καίκι που βούλιαξε έχασα και τα λεφτά που είχα, κάτι χαρτιά, φωτογραφίες και έμεινα με τα λερωμένα κουρέλια που φορούσα στη διαδρομή.

Πριν μπώ στο θέμα Κρήτη, θα ήθελα να κάνω μιά σύντομη αναδρομή στο ταξίδι από τις Σπέτσες στην Κρήτη.

Αυτούς που λέω εγγλέζους, μόνο εγγλέζοι δεν ήταν. Ήταν όλοι τους Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί καί οι 20 Γάλλοι ήταν κι’αυτοί ανάμικτοι με κάτοι μαύρους από της απηκοίες της Γαλλίας. Όλοι αυτοί λοιπόν μώλις πάτησε το πόδι τους στο καίκι μας, θέλησαν με το νταίλίκι τους να είναι καί αφέντες. Και έτσι ένα κυριολεκτικά τσογλάνι πήγε να μου κάνει τον ζώρικο κατακτιτή. Την πρώτη παράβλεψα και μέσω διερμηνέα τον πρωηδοποίησα. Αυτός όμως δοκίμασε και δεύτερη φωρά και έτσι του έριξα ένα γερό ρωμέικο μπερτάκι που πονούσε το σώμα του ακόμη και όταν φτάσαμε στην Κρήτη.

Και απ’ότι αποδίχτηκε αυτό βόηθησε στο να αλάξει και η στάση των άλων απέναντι μας και ιδιέτερα προς εμένα. Ήταν πιό πολύ κομικό. Τους έβλεπες να τσακίζουνται πιός θα μου στρίψει τσιγάρο και πιός θα μου το ανάψει και κάτι τέτοια.

Απ’όλους αυτούς συνδέθηκα κάπως με κάποιον Τόνι ο οποίος μάλιστα με έλεγε και αδελφό του γ’ιαυτό και μου χάρισε ένα περίστροφο Γκόλτς από εκέινα τα μεγάλα τα σαρανταπεντάρια τα καουμπόικα.

Αυτός ο Τομ λοιπόν, μώλις έφτασε από το Καστέλι στα Χανιά, η πρώτη του φροντίδα μετά την ταχτοποίηση τους ήταν ότι οργάνωσε και μιά συνάντηση με εμένα και την παραία μου(είχαμε πια μίνει 5-6, οι άλοι σκόρπισαν). Βρεθήκαμε λοιπόν και μας πήγαν σε κάποιο ζαχαροπλαστείο κάτω από την αγορά των Χανιών και μας κέρασαν και μας ευχαρίστησαν κάπως επίσημα ας πούμε για τη βοήθεια που τους προσφέραμε και ιδιέτερα εγώ.

Με μεγάλη μου έκπλιξη ίδα εκεί καί αυτόν που έδειρα στις Σπέτσες. Αυτός λοιπόν ήταν εκείνη την ημέρα και ο πιό εγγάρδιος από τους καμιά δεκαριά που είταν εκεί και έλεγε και ξανάλεγε πως έχει ξαναφάει ξύλο, αλλά αυτό στις Σπέτσες θα το θυμάτε και πως ζητάει συγνώμη και κάτι τέτοια.

Η αλήθεια είναι, πως επιδή ήμασταν όλοι μη στρατεύσιμοι, ο Τόνι ενδιαφέρθηκε και ήθελε να μας βοηθήση να φύγουμε αμέσως για την Αυστραλία και ιδιέτερα εγώ που παντού με σύστηνε σαν αδελφό του. Κανένας όμως από εμάς δεν δέχτηκε.

Λοιπόν τώρα πιά στην Κρήτη. Για την Κρήτη είχαν γραφτεί πάρα πολά και διάφορα περί παλικαριάς και ηρωισμών και κάτι τέτοια. Έ λοιπόν, εγώ δεν έχω καμία αντήριση, γιατί μπορεί να είναι πράγματα που δεν ίδα καί έτσι μπορώ να πώ μόνο αυτά που ίδα και έζησα.

Και απ’ότι θα προσέξατε όσα γράφω είναι από αυτά που έζησα και χωρίς συνγραφικές ικανότητες.

Γι’αυτό λοιπόν και στην περίπτωση αυτή να μην με παρεξηγίσει κανένας Κρητικός που τυχών τα διαβάσει. Είναι η ωμή και ακαίρεα η αλήθεια και τίποτα πιό πάνω η πιό κάτω.

Η μεγαλύτερη ήταν η ρετσινιά που κόλησαν σε όλους τους στερεοελλαδίτες ήταν ο χαρακτιρισμός του προδότη. Όπου και να πήγενες, παντού τα ίδια. “Προδώσατε την Ελλάδα και τώρα μας κουβαλιθήκατε εδώ, να φύγετε”. Και παντού το ίδιο.

Μώλις φτάσαμε στα Χανιά, μάθαμε πως η εφημερίδα γράφει για το κατόρθωμα ενός νεαρού που μετέφερε τόσο κόσμο (γράφανε για 700) στην Κρήτη. Πήγαμε λοιπόν στη γενική δοιήκιση Κρήτης και παρουσιαστίκαμε στόν τότε υπουργό που ήρθε κι’αυτός από την Αθήνα, τον Δημητράτο. Αυτός μας δέχτηκε με έπενας κ.λ.π. και έδωσε σ’εμένα 3 000 και στούς άλους από 1 000 δρχ. Επίσης με έβαλαν να μένουμε στο κέντρο της πόλης στο ξενοδοχείο Μ.Βρετάνια καί για φαγητό πηγέναμε πιο επάνω στούς στρατώνες.

Βρισκόμαστε πια στο δεύτερο δεκαήμερο του Μάη και στα Χανιά βρίσκετε ακόμη όλη η Ελλ.κυβέρνηση καί ο τότε βασιλιάς Γεώργειος ο Β’. Εμείς, η παρέα μας και κάτι άλλοι από μέρες κάναμε προσπάθειες να μας δεχτούν εθελοντές στο στρατό να πολεμίσουμε τους γερμανούς που τους περιμέναμε να φτάσουν στην Κρήτη στιγμή με στιγμή. Κανένασ όμως δεν ήθελε συζίτηση γι’αυτό το πράγμα. Έτσι μιά μέρα που είχαμε συγγεντρωθεί κάπου 150 μπροστά στη γενική δοιήκιση ήδαμε να έρχετε ο βασιλειάς. Εκείνη τη στιγμή αυθόρμητα και χωρίς καμία συνενόηση πήγαμε προς το βασιλειά τρείς - τέσερεις να του υποβάλουμε το αίτημα μας.‘Οπως ήταν επόμενο μας σταμάτησε η προσωπική του και ήμασταν τυχεροί που δεν μας χτύπησαν. Τέλος πάντων δέχτηκε να μας ακούσει και έδωσε εντολή να μας δεχτούν στο στρατό. Έτσι λοιπόν μπήκε μπροστά κάποιος της χωροφυλακής και μας πήγε στο κοντινώτερο αστυν. τμήμα όπου μας γράψανε τα στοιχεία. Όλοι δηλώναμε 21 χρονό για να μας δεχτούν.Έτσι από εκεί μας πήγαν στα κτήρια των σχολείων στο κέντρο των Χανιών. Αυτά γίνωνται ημέρα παρασκευή και το σάββατο από το πρωί μας δίχνανε πως πρέπει να ντινόμαστε, να χερετάμε και κάτι τέτοια και πολύ νωρίς το πρωί της κυριακής μας στείλανε για τον τομέα της Αγίας Αλικιανού.

Επιδή φτάσαμε βράδυ, μας δέχτηκαν την δευτέρα το πρωί και μας σκόρπισαν σε διάφορα τμήματα. Εγώ μαζύ με κάποιον Θώδωρο Καραπιπέρι πήγαμε στον 10ο λόχο του 6ου τάγματος, 6ου συντάγματος της Κορίνθου. Εκεί σ’αυτόν τον τομέα, που ήταν οι πλάτες θα έλεγα, πίσω από κάτι υψώματα του αεροδρομείου στο Μαλέμε.

Συσήτειο για εμάς, φυσικά, δεν υπήρχε πουθενά, ούτε στο τάγμα - ούτε στο λόχο. Έτσι ήμαστε νυστικοί από την Κυριακή που μας δώσανε κάποιο πρωίνό στα Χανιά. Μας είπαν να κάνουμε υπομονή. Άλοστε δεν μας έμενε και τίποτα άλο. Ρωτήσαμε για οπλισμό και άρχησαν τα γέλεια. Αυτοί που ήταν εκεί είχαν κάτι όπλα Μάλινχερ από το 1912 και 45 σφέρες ο καθένας, γιατί τις 5 τις ξόδεψαν στη σκοποβολή που έκαναν πριν δυό τρείς μέρες. Θα πέρναμε λέει οπλισμό την πέμπτη. Έτσι και εκείνο το βράδυ στην ύπεθρο σε κάτι ψευτοχαρακώματα έξω από το στρατόπεδο στην αρχή κάτι υψωμάτων, θέση την οποία πρόβλεπε η δοιήκιση να πιάσουμε αν ερχόταν γερμανοί.

Όλοι τη νύχτα είχαμε υσυχεία και το πρωί πήγαμε στο στρατόπεδο που ήταν κάτω από τον δημόσιο δρόμο μέσσα στις ελιές κοντά στη γέφυρα του Αλικιανού.

Μόλις λοιπόν συναπτίκαμε για να πάρουμε κι’εμείς το πρώτο πρωίνό στο στρατό, φάνηκαν τα πρώτα αεροπλάνα. Στην αρχή βόμβες και πολυβολισμοί από τα αεροπλάνα και στη συνέχεια άρχισαν οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές. Έτσι λοιπόν αντίο συσήτειο και τροχάδη στα υψώματα στις προκαθορισμένες θέσεις που είμασταν και τη νύχτα.

Μώλις πιάσαμε θέσεις στα χαρακώματα ακούστηκαν και οι πρώτες από τις πιό γελείες διαταγές - Μην ρίχνετε στα αεροπλάνα γιατί θα προδώσετε τις θέσεις μας. Μην ρίχνετε στους αλεξιπτωτιστές γιατί αυτό απαγορεύετε από κάποια συνθήκη και κάτι τέτεια.

Οι γερμανοί φυσικά, απ’ότι αποδείχτηκε, δεν χριαζόταν να κάνουν εντοπισμό τον θέσεων μας γιατί οι κινήσεις τους αλλά και τοιποικούς χάρτες που βρήκαμε σε σκοτωμένους έδιχναν και την τελευταία λεπτωμέρια της μονάδας μας. Όσο για τους αλεξιπτωτιστές, έπεφταν ανενόχλητοι, μπορεί να πει κανένας,και ρίχνανε με όλα τα μέσα ακόμη και από τον αέρα. Εγώ σαν άοπλος στην αρχή πήγα δίπλα στο βαρύ πολυβόλο που είχαμε για να βοηθήσω σε ότι χριαστεί. Οι καμιά δεκαριά σφέρες που είχα για το Γκολτς του Τομ φύγανε χωρίς να το καταλάβω και μάλιστα και χωρίς αποτέλεσμα.Όσπου το απόγευμα βλέπω κάποιον που τραυματίστηκε στο πόδι και επιδή στο λόχο δεν εύρισκες ούτε μισό επίδεσμο για δίγμα, ο φαντάρος αυτός προσπαθούσε να αυτοκτονήσει για να μην το πιάσουν οι γερμανοί ζωντανό. Κατώρθοσα και του πίρα το όπλο και τον πίγα πίσω από όπου τον προώθησαν στο χωριό Φουρνέ.

Όταν κοίταξα για σφέρες, στό όπλο που απόχτησα, βρήκα μόνο τέσερεις. και έτσι έμενε με αυτές να αρχήσω τον πόλεμο ενάντια στις σιδηροφράχτις ορδίς του Χίτλερ.

Παρ’όλες όμως τις στραβομάρες και ανυκανότητες της δοιήκισης μέχρι το βράδυ οι περισότεροι από τους οχτακόσιους γερμανούς αλεξιπτωτιστές, ήταν νεκροί γιατί τα παιδιά πολεμούσαν πιά με τη σκέψη ο θάνατος σου είναι η ζωή μου.

Τις ώρες που ήμουν κοντά στο βαρύ πολυβόλο σκοτόθηκε ο σκοπευτής και ανέλαβε ο γεμιστής του. Όμως κι’αυτός το εγγατέληψε σύντομα γιατί τελείωσαν οι σφέρες.

Με το όπλο που πήρα από τον τραυματία την δεύτερη ημέρα, το πρωί κάποια στιγμή είμαι με τον Θόδωρο και βλέπω απο πάνο μας έναν γερμανό να πέφτει. Πρόλαβα όμως και τον χτύπησα γιατί αλιώς θα με σκότωνε αυτός. Έτσι απόχτησα το πρώτο όπλο της προκοπής και με μπόλικες σφέρες και κάτι χειροβομβίδες από το γερμαναρά. Εκείνο όμως που απέκτησα κατά κύριο λόγο ήταν και πεποίθηση ότι και οι γερμανοί δεν είναι αθάνατοι. Μετά απο λίγο χτύπησα άλλον και μετά άλλον και άλλους. Έτσι με τον Θόδωρο αποκτήσαμε και όπλα και πιστόλια και άλη πολεμική τεχνική. Ο εξοπλισμός μας όμως αυτός με τις ημέρες που περνούσαν παραλίγο να μας κοστίσει ακριβά. Όπως ανάφερα και στην αρχή, απαγορευόταν να χτυπάμε τα αεροπλάνα και τους αλεξιπτωτιστές. Έτσι ένα μεσημέρι βλέπουμε με το Θοδωρί κάτι αεροπλάνα που ρίχναν εφόδια και άλλους αλεξιπτωτιστές να έρχονται προς τα επάνω μας. Εκεί σε ένα βράχο είχαμε στημένο ένα λάφυρο μυδράλτιο γερμανικό και κάτι χιλιάδες σφέρες. Σημάδεψα το ένα από αυτά όσο νόμιζα ότι ήταν καλύτερα και άξαφνα το βλέπουμε και βουτάει με τη μούρη και γίνεται κομάτια λίγο πιο πέρα και πίσω από εμάς. Εκεί έγεινε κάτι πολύ τραγικό - Μόλις άρχησα να ρήχνω στα αεροπλάνα, πήρε το πιστόλι στο χέρι ο λοχαγός και ερχόταν κατά επάνω μου και φώναζε - Σταμάτα, θα σε σκοτώσω. Ενοούσε φυσικά ότι παραβιάζω τη διαταγή και “προδώνο” έτσι τη θέση μας. Εκεί όμως που έτρεχε, τον βρήκε μία σφέρα στο γοφό και έπεσε κάτω. Κάποιος εκεί του είπε ότι το ένα από τα αεροπλάνα το χτύπησα και τότε έγινε μιά απότομη αλαγή.

Λέει - “Φωνάξτε αυτόν το τρελό να έρθει αμέσως.” Πίγα κοντά του και με αγγάλιασε και μου λέει - “Παιδάκι μου μπράβο. Εσείς μας ανοίγετε τα μάτια πως να πολεμάμε. Βαράτε τους !”

Από αυτή τη στιγμή πραγματικά κάτι άλαξε. Άρχισαν να ζωντανέβουν όλες οι πέτρες και τα χαντάκια που κριβόταν οι στρατιώτες μας μπροστά στούς γερμανούς και τα αεροπλάνα τους.

Προηγούμενα ανέφερα για επιδέσμους. Τώρα συμπληρώνο και αυτό - Δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Για φαγητό ούτε σκέψη. Νερό αν βρίσκαμε σε κανένα γερμανικό παγούρι, κανένα βρωμοτσάι, έχει καλώς, αλιός το φαγητό και το νερό για μας ήταν τίποτα, φύλα και χόρτα.

Έτσι φτάσαμε στις 14 μέρες νηστικοί, τραυματίες και ταλεπωρημένοι. Και άξαφνα διαταγή να συμπτυχθούμε προς το εσωτερικό της Κρήτης με κατέφθηνση τα Σφακιά.

Μώλις ξεκηνήσαμε πρός τα πίσω δόθηκε και μία εξήγιση σε μιά μεγάλη μας απορία. Τις μέρες που πολεμούσαμε από τις θέσεις μας τους γερμανούς μας ερχόταν που και κάτι σφέρες από πίσω μας. Στην αρχή νομίζαμε ότι είναι οι γερμανοί. Ύστερα όμως πάλη σταμάτησαν. Όταν λοιπόν ξεκηνήσαμε πρός τα πίσω, βρήκαμε κάτι κρητηκούς με τις τυπυκές τους βράκες και με κάτι πανάρχεα όπλα. Αυτοί λοιπόν ρίχνανε που και που κανά σμπάρο, όπως λένε και στην Κρήτη, με κατέυθυνση τους γερμανούς αλλά το βλήμα τους έφτανε το πολύ πολύ στην πλάτη μας.

Η μόνη “παληκαριά” που ξέρω εγώ για τον τομέα Αγιά-Αλικιανός-Φουρνές ήταν ότι ο λόχος μας έπιασε εχμάλωτο κάποιο γερμανό αξιωματικό και τον έστειλε με συνοδία για το χωριό Φουρνές που ήταν και ή έδρα του τάγματος. Στο δρόμο οι κρητηκοί πήραν τον γερμανό εχμάλωτο από τους στρατιώτες που τον συνόδευαν τον σφάξανε, του βγάλανε τα άντερα και του τα τύλιξαν στο λεμό.

Οι γερμανοί είχαν όμως τόσο καλούς πληροφοριοδότες που το έμαθαν σχεδόν αμέσως και έτσι τα αεροπλάνα τους ισοπέδοσαν το Φουρνέ.

Εκεί λοιπόν στα υψώματα απάνο από το Φουρνέ συναντήσαμε τους βρακοφόρους και τους ρώτησαν οι επικεφαλείς μας για κάποιο χωριό. Αυτοί αφού μας είπαν το καθιερομένο, “προδότες” κλπ, μας έδιξαν το δρόμο, αλά έτσι, που να ταλεποριθούμε και να φτάσουμε το πρωί - στο χωριό αυτό ύπήρχε πληροφορία ότι θα συναντιθούμε με τη δοιήκιση του συντάγματος. Αυτό δεν έγινε. Μάθαμε όμως, πως την πρώτη ημέρα που άρχησαν να πεύτουν οι αλεξιπτωτιστές, πέρασε από εκεί ο βασιλειάς και η κυβέρνηση και πήγαν στα Σφακία και από εκεί στην Αίγηπτο………………..