2020-05-30 22:42:00 +0200 +0200

ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

18.11.1922-28.5.1989

Κάθε άνθρωπος έχει υποχρέωση - εφ’όσον τουλάχιστον την εσθάνετε - να πεί δύο λόγια σ’αυτούς που θα υπάρχουν μετά απ’αυτόν για το τι έζησε και πιός ήταν.

Θα προσπαθήσω λοιπόν κι’εγώ όσο μπορώ καλύτερα να περιγράψω την ζωή του καλύτερου μου φίλου, ας τον πούμε Κώστα. Αυτά που γράφω δεν είναι τίποτα που να μην ανταποκρίνετε στήν πραγματικότηττα.‘Ολα έχουν συμβεί κι’όλα τ’άζησε.Θα μπορούσα μάλιστα να πώ, για να είμαι πιο συγγεκριμένος-λίγα απ’αυτά που έζησε δεν είναι πράγματα άγνωστα.

Αντίθετα υπήρχαν πάρα πολοί που έζησαν παρώμια και πιό ταραγμένη ζωή.Για τον Κώστα θα γράψω χωρίς να έχω προηγούμενη πείρα από συνγραφική δουλειά.Θα προσπαθήσω να τα γράψω όσο πιο απλά μπορέσω με σκοπό να εκπληρόσω την υποχρέωση που γράφω στην αρχή.Και για να είμαι απόλυτα ηλικρινείς σ’αυτή την απόφαση μ’έσπροξε το γεγονός ότι σήμερα ο καθένας προσπαθή να παρουσιάσει ανθρώπους σαν τον Κώστα όπως του συμφέρει.

Ότι γράφω είναι η πραγματική ιστορία ενός από εμάς.

Στον κηνηματογράφο, στην Κοκινιά πήγε ο Κώστας με δύο φίλους του.Κι’εκεί που παρακολουθούσαν ένα περιπετιόδικο φιλμ, άρχισαν οί σηρήνες. Δεν ήταν η πρώτη φωρά που ερχόταν οι Ιταλοί να τρομάξουν τον κόσμο και να ρίξουν καμιά βόμβα, τις περισώτερες φωρές άσκοπα. Γι’αυτό και αυτή τη φωρά ο κόσμος δεν έδωσε και τόση σημασία. Πήγαν οι τρεις φίλοι λίγο πιο πέρα στο ζαχαροπλαστίο και κάθησαν στο τραπεζάκι που ήταν στο πεζοδρόμιο. Και ξάφνου από επάνω με κατεύθηνση προς το λιμάνι ένα αεροπλάνο, μετά άλο και άλο και μετά εκρίξεις-χαλασμός κόσμου στο λιμάνι. Ήταν η αρχή της καταστροφής του λιμανιού του Πειραιά. Ήταν η αρχή του πολέμου με τους γερμανούς. Ήταν τα διαπιστωτήριά τους όπως θάλεγαν στη δικαστική γλώσα. Ήταν το πρώτο χτηπιτό δίγμα τς ’ καλοσύνης’ που μας περίμενε.

Ο Κώστας και ένας από τους δύο φίλους του πείραν το ποδήλατο που είχαν εκεί πιο πέρα και δρόμο για το λιμάνι. Νόμιζαν και οι δύο πως κάτι θα μπορούσαν να προσφέρουν. Αλλά εκείνο που γινόταν στο λιμάνι είταν κάτι που δεν περιγράφετε. Ο βομβαρδισμός είταν τόσο καλά προετιμασμένος που στο λιμάνι δεν έμεινε όρθιο απολύτος τίποτα.Κι’αυτό ήταν η αρχή.Γιατί σε συνέχεια ακολούθισαν οι εκρίξεις απο το εκρικτικό υλικό που είχε το ένα απο τα πλοία, είτανε κάτι που πραγματικά δεν περιγράφετε. Τα κομάτια του βαποριού από τήν ‘Ελευθέρα Ζώνη’ έφτασαν απέναντι στον Αγ.Σπυρίδωνα και ακόμη πιο πέρα, τα μικρότερα πλοία που ήταν αραγμένα στο ρολόι βρέθηκαν πεταγμένα στη στεριά, ρυμάχτικε κυριολεκτικά όλο το κέντρο, τραντάχτικε ακόμη και η Αθήνα, σπάσαν τζάμια και πέσανε σπίτια πολύ μακριά απο το κέντρο,σκωτόθηκε κόσμως, καταστράφικαν περιουσίες, έγινε κάτι που όχι μόνο τράνταξε τον Πειραιά και την Αθήνα αλλά τράνταξε και τους ανθρώπους και τους είπα- Να τη σας περιμένει.Αυτά θα σας φέρει η ‘Νέα τάξη’ .Θα γνωρίσετεκι’εσείς την ‘καλοσύνη’ των Γερμανών και Ιταλών φασίστων όπως την γνώρισαν μέχρι σήμερα ένα σωρό χώρες. Όπως την γνώρισε η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γιουγοσλαβία και σε συνέχια όλη η Ευρώπη και τα Βαλκάνια.

Ο Κώστας με τον φίλο του τον Άγγελο μπροστά σ’αυτή τη θέα έμιναν. Δεν ξέραν τι να πουν.Το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν ήταν να βοηθήσουν μερικούς τραυματίες κι’ανήμπορους και το πρωί κατάκοποι φτάσαν πάλι στην Κοκινιά. προσπαθούσαν να εξηγήσουν ένα σωρό πράγματα.Αντάλαξαν γνώμες πολές. Αν τους άκουγες, θ’άλεγες- μα πιοί είναι αυτοί? Μήπως θα μπορέσουν δύο δεκαοχτάριδες να γλητόσουν την Ελλάδα απο την καταστροφή? Μήπως θα μπορέσουν να σταματίσουν τους Γερμανούς και τους Ιταλούς? Τι μπορεί να κάνει ο κανονικός τους ενθουσιασμός και η θέλιση να παλέψουν ενάντια σ’αυτό το κακό που πραγματοποιόταν τώρα ποιά και μέσα στον ίδιο τον αγαπημένο τους Πειραιά.

Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι η απόφαση πάρθηκε. Οι δύο φίλοι γίναν οχτώ και ξεκίνησαν να πάνε να προσφέρουν ότι μπορούσαν.Ξεκίνησαν με την σκέψη πως δεν θα είναι οι μόνοι, πως θα βρεθούν κι’άλοι σαν κι’αυτούς, με την ίδια θέλιση και αγανάκτιση.

Με όποιον και να μιλούσαν, πίστευε στην δύναμη του λαού, πίστευαν όλοι πως μπορούμε τουλάχιστον κάτι να κάνουμε. Έτσι έφτασαν στην αρμόδια αρχή για να καταταχτούν εθελοντές. Δεν είταν μόνο οι οχτώ. Εκεί ήταν κι’άλοι πολοί. Διάφορες ηλικίες. Απο διάφορα στρώματα του κόσμου.Και όλοι το ίδιο θέλανε- ΠΑΡΤΕ ΜΑΣ, ΟΠΛΙΣΤΕ ΜΑΣ ΝΑ ΠΟΛΕΜΙΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ.Αν σήμερα τα πείς σε κανέναν που δεν τα έζησε, ασφαλώς θα σου πει - Λοιπόν σας πήρανε και πολεμίσατε και κοματιαστίκατε και? και κτλ. Και απαντάει ο Κώστας - Όχι! σημερινέ μας φίλε, δεν μας πείραν. Αντίθετα μας κακοφέρθικαν. Μας απίλησαν. Μας διώξαν. και μας είπαν - Η πατρίς έχει αρκετές δηνάμεις για να πολεμίσει για την ελευθερία της.

Κι’έτσι έφυγαν. Και πάλι Κοκινιά. Και πάλι το τι θα γίνουμε.

Περνούσαν οι μέρες νέα όσο πήγεναν γινόταν χειρότερα. Οι στρατιώτες φτάναν απο το μέτωπο με άδειες επ’άριστο. Η προπαγάνδα ήταν απο τη μιά να την ακούς και να χέρεσε κι’από την άλη να κλές, η πέμπτη φάλαγγα, η περιβόητη τότε, ήταν σαν τον κλέφτη σε ξέφραχτο αμπέλι, πολύς κόσμος νόμιζε πως καμιά θέα δύναμη θα τα διορθώσει όλα, γινόταν λιτουργίες και ο κοσμάκης αποπροσανατολίζονταν από την πραγματικότητα που ήταν ολοφάνερη - Πως θα μπορούσε μία κυβέρνηση που το πρώτυπό της ήταν η Γερμανία και η ιδεολογική της τοποθέτηση φασιστική, να πολεμήσει με συνέπεια άλη φασιστική δύναμη?Αυτά σαν μονοκόματη απάντιση. Να και η πραγματικότητα - Το έπος της Αλβανίας είναι πραγματικά έπος του λαού.

Σαν ένα απο τα λίγα αναφέρω μ’νο αυτό που ειπόθεικε στην φετινή επέτειο του ελληνόιταλικού πόλεμου. Κι’αυτό επίσημα στην τηλεώραση. Η 8η μεραρχία αν προετημάσθηκε ενάντια στους Ιταλούς το έκανε παραβιάζοντας τη διαταγή του γεν. επιτελείου. Αν πολεμούσαν οι μαχητές της 8ης μεραρχίας με τέτοια αυταπάρηση το έκαναν γιατί υπερασπίζονταν τα σπίτια τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους. Πολέμισαν όλοι, στρατιώτες και πολίτες με αφάνταστη αυτοθυσία, γι’αυτό και πέτυχε να διώξη τους Ιταλούς εισβολείς.

Σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτό που λέγαν στον Κώστα και τους άλους ότι δήθεν έχουν αρκετές δυνάμεις και δεν χριάζουντε εθελοντές κλπ.

Και οι μέρες και τα γεγονότα κυλούσαν τόσο γρήγορα που δεν προλάβενες να τα καταλάβεις καλά καλά.

Και έφτασε η μέρα που το πρωί θα μπέναν στην Αθήνα οι Γερμανοί.

Όλοι αυτοί που δήθεν θα καθοδηγούσαν τον αγώνα ενάντια στον καταχτιτή φόρεσαν τις επίσημες στολές και φράκα και πήγαν να τους υποδεχθούν και να δηλώσουν πίστη και αφοσίωση. Και άλοι πάλι άρπαξαν όσα μπορούσαν και με τα καράβια που είταν να υπερασπιστούν την Πατρίδα, φύγαν ολοταχώς για να βρούν σε ξένα μέροι την ησυχία τους.Τι τους έλειπε?Τα λεφτά?Μπόλικα. Και να μην φτάναν αυτά που είχαν δεν πείραζε καθόλου. Στο όνομα της Ελλάδας δανιζόταν όσα ήθελαν. Ο κοσμάκις θέλει δεν θέλει θα τα πληρώσει.

Αυτές ακριβός τις ώρες και συγγεκριμένα 6 ώρες πριν υποδεχτούν τους Γερμανούς στην Αθήνα, ο Κώστας με άλους δύο, με τον Γεράσιμο και τον Γιάννη μπήκαν σε ένα καραβάκι, κάπου 3000 τόνοι, να πάνε στην Κρήτη, για να μην πέσουν στα χέρια των καταχτητών και πάνε σκλάβοι στην Γερμανία.

Πόσοι ήταν στο καράβι αυτό δεν θα το μάθει κανείς ποτέ. Μιά είναι η αλήθεια, ότι ήταν ο ένας απάνω στον άλον σαν ης σαρδέλες. Όμος δεν πρόλαβαν να πάνε και πολύ μακριά. Την άλη μέρα το πρωί ανάμεσα στις Σπέτσες και Ύδρα άρχισαν οι Γερμανοί τον βομβαρδισμό. Κανείς δεν ξέρη γιατί το βομβάρδιζαν δύο ολόκληρες ώρες χωρίς να το πετύχουν. Το τέλος πάντως ήταν τραγικό. Δύο μεγάλες βόμβες που δώσαν τη χαριστική βολή. Κι’έτσι το καράβι της σωτηρίας έγινε το φέρετρο των εκατοντάδων η και χιλίαδων ανθρόπων. Και όσους δεν σκότωσαν οι βόμβες καί προσπαθούσαν να βγούν κολυμπόντας στις Σπέτσες, τους αποτελείωσαν τα πολυβόλα απο τα γερμανικά αεροπλάνα. Μόνο 15 νέοι φτάσανε στις Σπέτσες κολυμβόντας. Ήταν κάτι το τρομερό να κολυμβάει κανείς ανάμεσα σε σκοτομένους.

‘Υστερα απο πολά βάσανα φτάσανε οι 15 στις Σπέτσες, ανάμεσα τους και μία κοπέλα, η Μαίρη. Θά’λεγε τώρα κανείς - Αμέσως οι συνάνθρωποι τσακίστικαν να τους βοηθήσουν. Αυτό τουλάχιστον λέει η λογική. Η πραγματικότητα όμως όχι. Το νησί ήταν γεμάτο στρατιώτες απλούς που προσπαθούσαν με κάθε μέσο να φτάσουν στην Πατρίδα τους την Κρήτη. Οι περισώτεροι τραυματίες.

Οι 15 στις Σπέτσες σκόρπισαν. Ο Κώστας ‘εμεινε με άλους τρείς, τον Γεράσιμο, τον Γιάννη κι’έναν ακόμη. Καταστρώναν σχέδια πως να φτάσουν στην Κρήτη. Και όπως ήταν φυσικό ζήτησαν απο τους ντόπιους ναυτικούς να τους μεταφέρουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο. Οι ιδιοκτήτες των κάπος μεγάλων καικιών τα είχανε κρύψη σ’ένα λιμανάκι στην Γεωργιάδα, αχρίστεψαν τις μηχανές τους, για να μην τους πάρουν αυτοί που προσπαθούσαν να φτάσουν στην Κρήτη και ζητούσαν εάν μαζευτούν κάμποσοι ενδιαφερόμενοι, τρεις χιλιάδες δρχ. τον καθένα για να τους πάνε. Αυτό έκανε τους στρατιώτες να εξοργιστούν και άρχισαν να ψάχνουν τα καίκια. Κάπιος τους είπε πως ο Κώστας είναι μηχανικός. Ετσι και έγινε. Ο Κώστας έφτιαξε τη μηχανή ενός καικιού - του μεγαλύτερου - και άρχισαν οι ετοιμασίες για το ταξίδι.Καί τότε άρχισε κάτι που δεν περιγράφετε. Μαζύ με τους έλληνες που ξεπερνούσαν τους πεντακόσιους, με το καλό η με το κακό, μπίκαν στο καίκι και εκατό Εγγλέζοι που βρέθηκαν εκεί. Και αρχισε το περιπετιώδες ταξίδι. Ο μόνος που ήξερε απο θάλασσα ήταν ο Κώστας. Τι να πρωτοκάνει. Τη μηχανή η την κυβέρνηση του καικιού. Στο καίκι δεν μπορούσες όχι να περπατίσεις, αλά ούτε να κημηθείς. Για να πας απο την πλώρη στην πρύμνη πρέπει να πατάς απάνο σε ανθρώπους. Μπορεί να φανεί απίστευτο, αλλά ακόμη και στα ξάρτια ήταν σκαρφαλωμένοι άνθρωποι. Ήταν κάτι το απίστευτο.

Επιτέλους το ταξίδι τελείωσε. Το καίκι έφτασε στο Καστέλι. Οι επιβάτες κατενθουσιασμένοι κουβαλούσαν τον Κώστα και τους φίλους του στις πλάτες τους. Έγινε πανζουρλισμός. Και οι χαρές σταμάτησαν μώλις φάνηκε ένας αξιοματικός του ΠΝ. Πλησίασε τον Κώστα και του λέει - Εσεί έφερες το καίκι και τον κόσμο? Ο Κώστας λέει ναί. Λοιπόν το καίκι επιτάσιτε και θα γυρύσεις πίσω στην Πελοπόνησο για να φέρεις κι’άλους. Ο Κώστας του λέει - Ευχαρίστος αλλά είμαι μόνος μου και δεν είμαι καπετάνιος, αλλά μηχανικός. Δώστε μου πλήρωμα και ευχαρίστος.Αυτό δεν άρεσε στον κύριο του ΠΝ και νευριασμένος φώναζε - Εν ονόματι της πατρίδας σε διατάσω.Ο κόσμως έσκασε στα γέλεια. Ο Κώστας του λέει - Αγαπητέ μου, το καίκι είναι μεγάλο και με ένα άτομο δεν μπορεί να κάνει ταξίδι. Ελα εσύ και μερικοί άλοι σαν κι’εσένα και ευχαρίστος το πάμε.

Αυτό στον αξιοματικό δεν άρεσε καθόλου και άρχισε να φωνάζει να απηλεί και πιός ξέρει τι θα γινόταν αν εκείνη τη ώρα δεν ερχόταν τα γερμανικά αεροπλάνα και δεν βούλιαζαν το καίκι. Εκείνη τη στιγμή λες και τρελάθηκαν όλοι αυτοί που είχαν έρθει με τον Κώστα. Αντί να ληπηθούν για το καίκι, χάρικαν. Φώναζαν, αγγάλιαζαν τον Κώστα, τον κερνούσαν, τον καλούσαν στα χωριά τους, όσπου φάνηκε ένα τζίπ που είχε έρθει απο τα Χανιά και πήρε τον Κώστα.

Στην αρχή υποπτεύθηκε ο Κώστας, ύστερα όμως του είπαν ότι είναι δημοσιογράφοι και ένας απο την γενική διήκηση Κρήτης και τον πίγαν στα Χανιά. Τον βάλαν στο ξενοδοχείο και του είπαν την άλη μέρα να πάει στη γενική διήκηση στον υπουργό , τότε Δημητράτο.

Ο Κώστας όμως ήταν κουρασμένος από όλη την περιπέτεια, ξύπνησε το μεσημέρι. Βγένοντας απο το ξενοδοχείο πέφτει απάνο στην παλιά παρέα - τον Γεράσιμο, το Γιάννη και δύο ‘αλους. Του λένε - Κοίταξε την αφεντιά σου στην εφιμερίδα και διάβασε να δης τί ηρωίσμό κάναμε.

Έτσι τώρα και οι πέντε πήγεναν στον Δημητράτο. Αμέσως τους δίνουν χρήματα, ένα σωρό επένους και ο υπουργός λέει - η Πατρίς ποτέ δεν θα λησμονίσει τον ηρωισμό σας.

Η απάντηση του Κώστα και των άλων ήταν - θέλωμε να καταγούμε εθελοντές και να πολεμίσουμε τους κατακτητές. Ο υπουργός λέει αυτό είναι αδύνατο και δεν είμαι αρμόδιος κλπ,κλπ.

‘Υστερα απο πολές προσπάθιες μιά μέρα που ήταν μαζεμένοι κάπου 150 νέοι μπροστά στη Γεν.διηκηση Κρήτης, να και ο Βασειλιάς με τη συνοδεία του. Χωρίς πολές συνενοήσης ο Κώστας και δύο άλοι ξεκόβουν απο τους άλους και αυθόρμητα πηγένουν να του μιλίσουν. Οί σωματοφύλακες τρόμαξαν ύστερα όμως τους άφησαν και μιλήσαν στο Γεώργειο. Του είπαν τι ήθελαν κι’εκείνος έδοσε εντολή να τους δεχθούν στο στρατό.

Αυτό γίνεται την Παρασκευή.Το Σάββατο πια οι εθελοντές μας μάθεναν πως να ντίνονται, πως να χερετάνε κλπ και την Κυριακή ξυμερώματα ξεκίνισαν απο τα Χανιά για την Αγιά για την έδρα του 6ου συντάγματος πεζικού. Φτάσαν το βράδι αργά, κοιμήθηκαν στο φυλάκιο και το πρωί τους μοίρασαν στίς μονάδες. Ο Κώστας, όπως και οι άλοι, ήταν άοπλως. Μα και οι “παλιοί” που προερχόνταν από τα έμπεδα Κρίνθου είχαν απο ένα πανάρχεο Μαλινχερ και 45 σφέρες όλες όλες για να πολεμίσουν τους πάνοπλους γερμανούς αλεξιπτοτηστές που περίμεναν μέρα με τη μέρα να αρχίσουν την επίθεση. Κι’αυτό δεν άργισε να γίνει. Την Τρίτη το πρωί άρχισε στην αρχή ο βομβαρδισμός του στρατόπεδου και μετά άρχισαν να πέυτουν οι αλεξιπτοτιστές. Το τι έγινε δεν περιγράφετε. Τα πυρομαχικά ύστερα απο λίγες ώρες, παρ’όλη την οικονομία, τελείωσαν και τώρα όλοι αναροτιόντουσαν τι θα γίνει. Η μόνη λύση ήταν να πάρουν απο τους Γερμανούς, γιατί οι αηδίες και ψευτίες που λέγαν οι ανώτεροι, ότι τώρα θα μας έρθουν εφόδια και κάτι τίποτα, φάνηκαν γρήγορα. Κι’έτσι λοιπόν μόνο απο τους Γερμανούς. Ο Κώστας το απόγευμα κατόρθωσε να πάρει απο έναν συνάδελφο τραυματία ένα Μαλινχερ με τέσερεις σφέρες και θεορούνταν απο τους πιο τυχερούς με όπλο και “ποιρομαχικά”.

Μαζύ με έναν άλο εθελοντή Θόδωρο γίναν η αιτία και αρχισαν και οι άλοι σιγά σιγά να ωρίσκουν όπλα και πυρομαχικά απο τους σκοτωμένους γερμανούς για να μπορέσουν όχι να κρατίσουν την Κρήτη, αλλά να αμυνθούν λίγο έστω και ανοργάνωτα και να μην τσαλαπατιθούν άοπλοι απο την πάνωπλη γερμανική μηχανή που σκορπούσε αλ’υπιτα τον θάνατο σε καθετ’η ζωντανό στο τόπο. Για να μην το βάλουν στα πόδια όπως εκείνοι που ήταν να τους φροντίσουν, αλλά αντίθετα το βάλαν στα πόδια. Ύστερα απο πολές μέρες μάχης και ταλεπορίας χωρίς καμία ελπίδα πιά δόθηκε η διαταγή για συμπηξη στο εσωτερικό του νησιού. Εκεί πια ήταν να γελάς και να κλαίς ταυτόχρονα για τα χάλια της πατρίδας. Στο πρώτο κι’όλας χωριό άκουσαν οι ταλεπορεμένοι μαχητές κάτι που δεν περιγράφετε. Απο την μία ο κόσμος ο απλός παρακαλούσε έστο και για μία σφέρα και απο την άλη με δάκρυα θυμού παρίσταναν τον φοβισμένο τρόπο που το έσκασαν όλοι οι κυβερνήτες απο το νησί. Φυσικά ανάμεσα τους η μάλον πρώτος και καλύτερος (ταχύτερος) ο Βασιλιάς.

Είχε πια μπεί ο Ιούνιος και ο Κώστας και οι υπόληποι από το τάγμα άκουσαν την τρομερή διαταγή τού ταγματάρχη Κάρκουλα. Η Κρήτη πια καταλίφθηκε απο τους Γερμανούς.Κάθε αντίσταση είναι ματαία. Κάντε ότι θέλετε τον οπλισμό σας και εις φάλαγγα κατά τετράδας και πάμε να κλειστούμε στα γερμανικά στρατόπεδα. Το τι έγινε δεν περιγράφετε. Ευτηχώς δεν έγιναν τραγικότητες. Κανα δυό που θέλισαν να αυτοκτονίσουν οι άλοι τους εμπόδισαν. Έτσι λοιπόν ο Κώστας μαζύ με τους άλους βρέθηκε κλεισμένος στο στρατόπεδο “Παιδικές εξοχές” έξω απο τα Χανιά κοντά στο Μαλεμε.

Υπάρχουν σήμερα δυστηχώς “άνθρωποι” που ακόμη θαυμάζουν τους τότε Γερμανούς. Είναι φυσικά οι ίδιοι που αμέσως έτρεξαν να συνεργαστούν μαζύ τους.και το χειρότερο απ’όλα είναι ότι αυτά τα σκουλίκια θέλουν να παρουσιάζονται σαν εθνοσωτήρες.

Ας ρίξουμε λοιπόν μιά ματιά σ’αυτήν την κόλαση, και τέτιους οι Γερμανοί είχαν δημοιουργίσει χιλιάδες όπου πάτησε το πόδι τους σαν φορείς της “Νέας τάξης” και που δυστηχώς αμέσως χωρίς καμία καθυστέριση μπήκαν στην υπηρεσία τους οι ντόπιοι προδότες.

Στο στρατόπεδο υπήρχαν περίπου 12 500 εχμάλωτοι έλληνες και ακριβός δίπλα στους έλληνες περίπου 6 000 εγγλέζοι.

Η πρώτη δουλειά τον γερμανών ήταν κάπος να οργανόσουν τους εχμαλώτους και τους ανέθεσαν να δημιουργίσουν λόχους και τάγματα. Οι αξιωματικοί φυσικά δέχτικαν και σαν αντάλαγμα τους δώσανε σκηνές υπόνομους, ιδιαίτερο συσήτειο και κανείς δεν τους ενοχλούσε με τίποτα εκτός “μικροπράγματα”. Κάθε δυνατή πληροφορία για τον κάθε εχμάλωτο. και για να συμπληρωθεί η σωστή “δουλειά” φέρανε και από Ρέθυμνο και καμιά εξακοσαριά μαθητές τις σχολής χοροφυλακής με τους αξιοματικούς τους. Αυτοί πάλι για να μην κοπιάζουν πολύ οι προστάτες οι Γερμανοί ανέλαβαν την τήριση της τάξης στο στρατόπεδο. και το κακό άρχησε. Με το παραμικρό κουβαλούσαν τους γερμανούς σε κάθε γωνιά του στρατοπέδου και γινόταν μακελιό. Αυτοί φυσικά κάνανε μόνο “το καθήκον τους”.

Για φαγητό? Ναί! Φρόντισαν όλοι τους Και για να μην παραλίψουν και τις 12 500 εχμαλώτους κάναν ένα ψευτομαγηρίο και στίναν τον κόσμο στην ουρά μέσα στο λιοπίρι του Ιούνη και του δίνανε αντίς για συσήτιο μία κουταλιά αλέυρι, μιά κουταλιά ρύζι, και μιά κουταλιά σταφίδες. Και κάνε ότι θέλεις. Νερό? Ένα υπέροχο πηγάδι που ‘ηταν κοντά στο δημόσιο και θα μπορούσε να φτάση άνετα για όλους, απαγορεύτικε για τους εχμαλώτους ήστερα απο απέτιση λέει των άγγλων κι’έτσι το χρησιμοποιούσαν οι άγγλοι, οι αξιωματικοί και αυτονόητα και οι φρουροί της σχολής χωροφυλακής. Για τους εχμαλώτους έμενε ένα πηγαδάκι με γλυφό νερό κοντά στην παραλία που για να βρέξεις τα χίλια σου μία φωρά την ημέρα (όχι για να πιει) έπρεπε να είσαι πολύ τυχερός και ακόμη περισώτερο δυνατός.

Όλα αυτά λοιπόν και άλα πολά ήταν ο παράδησος της “Νέας τάξης” στο στρατόπεδο. Και για να μην “τεμπελιάσουν” οι εχμάλωτοι στρατιώτες, όπως έλεγαν τα φωτισμένα μυαλά, έπερναν οι γερμανοί κάθε πρωί κάμποσους εκαντοντάδες(σε μικρές ομάδες) και γθρίζανε στα μ’ερη που έγιναν οι μάχες. Εκεί τους βάζανε και σκάβανε λάκους και θάβανε τα λυωμένα πιά πτώματα των γερμανών. Αν βρίσκανε κανέναν νεκρό εγγλέζο τον θάβαν κι’αυτόν με όλες τις τιμές όπως τους γερμανούς με μόνη παράλυψη την ομοβρωντία των όπλων. Αλοίμονο όμως αν έβρισκε η ομάδα νεκρό έλληνα και ήθελε να το θάψη. Όσοι δοκίμασαν να θάψουν νεκρό έλληνα στρατιότη η πολίτη, όσοι δοκίμασαν να βάλουν στο στόμα τους όποιαδήποτε τροφή που έτιχε να ωρούν εκτελέστικαν επιτόπου απο τους γερμανούς. Αυτά τα δύο πράγματα ήταν τα μεγαλύτερα “εγγλίματα” βλέπετε και έπρεπε να τα τημορούν οι “σωτήρες” της Ελλάδας.

Κάθε τρίτη και πέμπτη κυκλοφορούσε η διάδωση ότι φεύγουν για τη Στερέα Ελλάδα. Όσπου μιά μέρα πραγματικά συγγεντρώνουν 1200 και ένα δυό ένα δυό για τη Σούδα. Η χαρά ήταν απερίγραφτη. Ο Κώστας που τρίπωσε μέσα σ’αυτή την αποστολή ήξερε το λιμάνι της Σούδας και μόλις πέρασαν την είσοδο άρχισε να χοποπηδάει από χαρά. Αλά αυτό και του έμεινε. Σε λίγο δέθηκε το παράγελμα μεταβολή και αντι στα καράβια να μπούν οι έλληνες, μπήκαν Ιταλοί εχμάλοτοι απο την Αλβανία νομίζοντας πως θα τους πάνε στα σπίτια τους. Αντίς όμως αυτό, τους βούλιξαν δήθεν οι εγγλέζοι και δεν γλύτοσε ούτε ένας.